- ἀλλοφάσσω
- ἀλλο-φάσσω,A to be delirious, Hp.Prog.20, al., cf. Gal.18(2).249, prob. l. in Aret.SA2.4.—Ionic word, cf. Xenocrit. ap. Erot.Fr.1, Eust.1324.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ … Dictionary of Greek
ἀλλοφάσσει — ἀλλοφάσσω to be delirious pres ind mp 2nd sg ἀλλοφάσσω to be delirious pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοφάσσειν — ἀλλοφάσσω to be delirious pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοφάσσοντες — ἀλλοφάσσω to be delirious pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)